- ανόλβιος
- ἀνόλβιος, -ον (Α)ο άνολβος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνόλβιος — ἄνολβος unblest masc/fem nom sg ἀνόλβιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνολβος — ἄνολβος κ. ἀνόλβιος, ον (Α) [όλβος] δυστυχής, άθλιος, άτυχος 2. άπορος, φτωχός … Dictionary of Greek
ανολβία — ἀνολβία, η (Α) [ανόλβιος] έλλειψη ευτυχίας ή ευημερίας, αθλιότητα, μιζέρια … Dictionary of Greek
ἀνολβίου — ἄνολβος unblest masc/fem/neut gen sg ἀνόλβιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόλβιοι — ἄνολβος unblest masc/fem nom/voc pl ἀνόλβιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)